- ευτραφία
- εὐτραφία και ιων. τ. εὐτραφίη, ἡ (Α) [ευτραφής]επιγρ. η καλή γεωργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτραφίης — εὐτραφία good husbandry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)